ενστατίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα των ορθορομβικών πυροξένων, με χημικό τύπο Mg2Si2O6. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα συμμετρίας και εμφανίζεται σε πρισματικά ή βελονοειδή σχήματα, κυρίως όμως σε επάλληλα φύλλα ή… … Dictionary of Greek
Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… … Dictionary of Greek
οφιόλιθος — Ο όρος, όχι απόλυτα σαφής, χρησιμοποιείται στην πετρογραφία ως συνώνυμο άλλοτε των σερπεντινών, και άλλοτε των πρασινολίθων. Τα πετρώματα αυτά είναι βασικά και υπερβασικά, όπως οι γάββροι, οι περιδοτίτες, οι σερπεντΐνες κλπ. Άλλοι όμως θεωρούν… … Dictionary of Greek
σερπεντίνης — Φυλλοπυριτικό ορυκτό, με χημικό τύπο Mg6(OH)8Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, παρουσιάζει όμως ποικιλίες συχνά ψευδοεξαγωνικής συμμετρίας. Ο σ. συναντιέται σε δύο βασικές παραλλαγές: του αντιγορίτη και του χρυσοτίλη. Ο αντιγορίτης… … Dictionary of Greek
σερπεντινίωση — Η εξαλλοίωση ορισμένων εκρηξιγενών βασικών πετρωμάτων (κυρίως περιδοτικών και γάββρων) και ο σχηματισμός σερπεντίνη από τον ολιβίνη και τους πυρόξενους που περιέχουν. Η σ. οφείλεται κυρίως στην επίδραση των ατμοσφαιρικών παραγόντων ή και σε μια… … Dictionary of Greek
χρωμίτης — Ορυκτό που ανήκει στην ομάδα των σπινελλίων· είναι οξείδιο του σιδήηρου και του χρωμίου (FeO . Cr2O3) και κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα. Σπάνια βρίσκεται σε κρυστάλλους καλά διαμορφωμένους (οκτάεδρα), εμφανίζεται όμως γενικά σε… … Dictionary of Greek
γάββρος — Πέτρωμα εκρηξιγενές εκχύσεων, σκούρου χρώματος, με ιστό γρανιτοειδή, σε μεγάλους κρυστάλλους. Ο τυπικός γ. αποτελείται από έναν βασικό πλαγιόκλαστο (λαβραδόριο ως ανορθίτη) και από διαλλαγή ή άλλα ορυκτά της ομάδας των πυροξένων και σπανιότερα… … Dictionary of Greek
Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
κεμμερερίτης — Ορυκτό, γνωστό και ως χρωμιούχος χλωρίτης με χημικό τύπο Mg5(Al,Cr)2Si3O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας εξάπλευρα σχήματα. Παρουσιάζει σκληρότητα 2 2,5 στην ορυκτολογική κλίμακα και ειδικό βάρος 2,64 g/cm3. Έχει βαθύ… … Dictionary of Greek