περιδοτίτες

περιδοτίτες
Οικογένεια εκρηξιγενών πετρωμάτων διείσδυσης· τα πετρώματα αυτά είναι τα πιο αλκαλικά· λείπει τελείως ο χαλαζίας και έχουν σχηματιστεί αποκλειστικά από σιδηρομαγνησιούχα υλικά. Το επικρατέστερο ορυκτό είναι ο ολιβίνης (που ονομάζεται και περίδοτο). Σε μια ποικιλία π. (το δουνίτη), ο ολιβίνης αποτελεί το μόνο συστατικό άλλα βασικά συστατικά είναι οι πυρόξενοι και οι αμφίβολοι, ενώ δευτερεύοντα είναι οι σπινέλλιοι και οι γρανάτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενστατίτης — Ορυκτό πυριτικό άλας του μαγνησίου, που ανήκει στην ομάδα των ορθορομβικών πυροξένων, με χημικό τύπο Mg2Si2O6. Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα συμμετρίας και εμφανίζεται σε πρισματικά ή βελονοειδή σχήματα, κυρίως όμως σε επάλληλα φύλλα ή… …   Dictionary of Greek

  • Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… …   Dictionary of Greek

  • οφιόλιθος — Ο όρος, όχι απόλυτα σαφής, χρησιμοποιείται στην πετρογραφία ως συνώνυμο άλλοτε των σερπεντινών, και άλλοτε των πρασινολίθων. Τα πετρώματα αυτά είναι βασικά και υπερβασικά, όπως οι γάββροι, οι περιδοτίτες, οι σερπεντΐνες κλπ. Άλλοι όμως θεωρούν… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντίνης — Φυλλοπυριτικό ορυκτό, με χημικό τύπο Mg6(OH)8Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, παρουσιάζει όμως ποικιλίες συχνά ψευδοεξαγωνικής συμμετρίας. Ο σ. συναντιέται σε δύο βασικές παραλλαγές: του αντιγορίτη και του χρυσοτίλη. Ο αντιγορίτης… …   Dictionary of Greek

  • σερπεντινίωση — Η εξαλλοίωση ορισμένων εκρηξιγενών βασικών πετρωμάτων (κυρίως περιδοτικών και γάββρων) και ο σχηματισμός σερπεντίνη από τον ολιβίνη και τους πυρόξενους που περιέχουν. Η σ. οφείλεται κυρίως στην επίδραση των ατμοσφαιρικών παραγόντων ή και σε μια… …   Dictionary of Greek

  • χρωμίτης — Ορυκτό που ανήκει στην ομάδα των σπινελλίων· είναι οξείδιο του σιδήηρου και του χρωμίου (FeO . Cr2O3) και κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα. Σπάνια βρίσκεται σε κρυστάλλους καλά διαμορφωμένους (οκτάεδρα), εμφανίζεται όμως γενικά σε… …   Dictionary of Greek

  • γάββρος — Πέτρωμα εκρηξιγενές εκχύσεων, σκούρου χρώματος, με ιστό γρανιτοειδή, σε μεγάλους κρυστάλλους. Ο τυπικός γ. αποτελείται από έναν βασικό πλαγιόκλαστο (λαβραδόριο ως ανορθίτη) και από διαλλαγή ή άλλα ορυκτά της ομάδας των πυροξένων και σπανιότερα… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • κεμμερερίτης — Ορυκτό, γνωστό και ως χρωμιούχος χλωρίτης με χημικό τύπο Mg5(Al,Cr)2Si3O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας εξάπλευρα σχήματα. Παρουσιάζει σκληρότητα 2 2,5 στην ορυκτολογική κλίμακα και ειδικό βάρος 2,64 g/cm3. Έχει βαθύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”